- νηπεδανός
- νηπεδᾰνός, ή, όν,A = ἠπεδανός, Opp.C.3.409; cf. νήδυμος, ἥδυμος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπεδανός — νηπεδανός, ή, όν (Α) ηπεδανός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ἡπεδανός (πρβλ. νήδυμος: ήδυμος)] … Dictionary of Greek
νηπεδανοῖς — νηπεδανός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπεδανοῖσι — νηπεδανός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)